Το Ναυάγιο: Η Ειρήνη ανακαλύπτει τα κρυμμένα γράμματα από την Γαλλία
10 Μαΐου 2024
Το Ναυάγιο: Η Ειρήνη ανακαλύπτει τα κρυμμένα γράμματα, από την Γαλλία
Η Ειρήνη ακούγοντας στο ραδιόφωνο για την παράνομη πώληση βρεφών, φρικάρει στη σκέψη ότι ο Ιπποκράτης ίσως να έδωσε το μωρό της και προσπαθεί α καταλάβει αν είναι ικανός και για αυτό. Εκείνος προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτό που την τάραξε, όμως η Ειρήνη δεν του αποκαλύπτει. «Να μην τις ακούς τότε αγάπη μου… Σου έχω εγώ ευχάριστα νέα», της λέει και ευδιάθετος πηγαίνει στο τραπέζι, φωνάζει και τον Ορφέα, ενώ η Ειρήνη τον παρακολουθεί με φόβο.
Αφού τελειώσουν το φαγητό, ο Ορφέας ανυπομονεί να ακούσει τα ευχάριστα νέα που έχει ο Ιπποκράτης να ανακοινώσει: «Θα μας πεις τώρα τα καλά νέα; Μήπως… θα μου κάνετε αδερφάκι;», ρωτά γεμάτος αγωνία και η Ειρήνη τινάζεται σαν να την χτύπησε ρεύμα και παλεύει να χαμογελάσει. «Ανέλαβα μια πολύ σπουδαία θέση, Ορφέα. Από σήμερα είμαι διευθυντής του νέου Θαλάμου Επιχειρήσεων στο Υπουργείο Ναυτιλίας», ανακοινώνει και ο Ορφέας χαίρεται, ενώ η Ειρήνη μαγκωμένη του δίνει συγχαρητήρια και ζητά από το παιδί να τους αφήσει μόνους.
«Έχεις εσύ γνωστό στην κυβέρνηση; Εγώ τον ξέρω;», τον ρωτά και ακούγοντας ότι ο γνωστός είναι ο Παντελίδης ταράζεται και θυμώνει. «Ξέρω ότι δεν τον συμπαθείς επειδή είναι δικηγόρος του Βασιλείου, αλλά μην αντιδράς έτσι», της λέει εκείνος, αλλά η Ειρήνη σκέφτεται μήπως όλο αυτό έχει σχέση με την δίκη και του το ρωτά ευθέως.
«Πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά το θέμα της δίκης. Δεν έχουμε καμιά υποχρέωση στον Παντελίδη και ξέρεις ότι δε δίνω δεκάρα ούτε για τις πλακέτες ούτε για τις προαγωγές. Αλλά πιστεύω ότι σ’ αυτή τη ζωή πρέπει να διαλέγουμε ποιες μάχες αξίζει να δώσουμε. Και δυστυχώς αυτή η μάχη είναι ήδη χαμένη», της τονίζει, αλλά εκείνη αρνείται να δεχτεί κάτι τέτοιο.
Αργότερα, όταν πηγαίνουν για ύπνο η Ειρήνη με την δικαιολογία πως πάει να διαβάσει στον Ορφέα ένα παραμύθι, πηγαίνει στο γραφείο του Ιπποκράτη και με μια λεπίδα καταφέρνει να ανοίξει το κλειδωμένο συρτάρι, με την ελπίδα να βρει τις φόρμουλες των αρωμάτων.
Ωστόσο, αυτό που βρίσκει τελικά την σοκάρει. Ανακαλύπτει τα τρία γράμματα που τις έστειλαν οι θείοι της. «Μπορντό… Γαλλία… Οι θείοι μου… Μας έγραφαν όλον αυτόν το καιρό…», μονολογεί και βγάζει το ένα γράμμα από τον φάκελο που είναι ανοιγμένος με χαρτοκόπτη. Το διαβάζει και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα:
«Γιατί; Γιατί…;», αναρωτιέται σκουπίζει τα μάτια της πεισμωμένη και το βλέμμα της γεμίζει οργή, όμως πλέον είναι αποφασισμένη για όλα…
Επιστρέφει στο δωμάτιο ταραγμένη κοιτά τον Ιπποκράτη παγωμένη από τον θυμό της, σαν μια άλλη Ειρήνη και με το ζόρι προσπαθεί να συγκρατήσει τα πραγματικά της αισθήματα, όμως τελικά ξαπλώνει δίπλα του κι εκείνος την αγκαλιάζει λέγοντας της «Σ’ αγαπάω πολύ, Ειρήνη μου…». Εκείνη σφίγγει τα δόντια και του απαντά: «Κι εγώ σ’ αγαπώ», αλλά τα μάτια της ξεχειλίζουν οργή μέσα στο σκοτάδι.