Είμαι η Σβετλάνα, μια γυναίκα από την Ουκρανία – Και θέλω να σας πω την ιστορία μου
25 Φεβρουαρίου 2022
Είμαι η Σβετλάνα. Ίσως όχι, δεν είμαι η Σβετλάνα, ίσως είμαι η Ιρίνα, η Γιούλια, η Αλίνα. Εσύ, όμως, με ξέρεις ως Σβετλάνα και ως Σβετλάνα θα με ξέρεις πάντα.
Με θυμάσαι από τότε που σου καθάριζα το σπίτι και όταν μιλούσες για μένα με τους φίλους σου λέγατε «έχω Σβετλάνα σήμερα», για να είναι σαφές ότι είμαι από την Ουκρανία.
Είμαι μια από τα 22 εκατομμύρια γυναικών στη χώρα μου και σήμερα φεύγω πάλι. Δεν ξέρω για πού, δεν έχει σημασία. Πότε προς τα δυτικά, πότε προς τα ανατολικά, πότε προς το νότο, ή το βορρά, ανάλογα από πού έρχεται ο κίνδυνος. Μάζεψα τη βαλίτσα, είναι εκατοντάδων ετών αυτή η ίδια, μικρή βαλίτσα, πακετάρεται πολύ γρήγορα, είναι η εμπειρία βλέπεις.
Και αφού έβαλα μέσα τα ζεστά ρούχα και τα άνετα παπούτσια, το διαβατήριο και εκείνα τα χρυσά της μαμάς μου («να μην τα πουλήσεις ποτέ, θα σου χρειαστούν»), αφού μάζεψα και τα παιδιά στα γρήγορα, θέλω πριν φύγω να σου πω την ιστορία μου.
Γεννήθηκα σε ένα χωριό στην πεδιάδα. Οι πεδιάδες είναι ανωχύρωτες. Δεν έχεις που να κρυφτείς όταν έρχονται οι Πολωνοί, οι Κοζάκοι, οι Τάταροι, οι Ρώσοι. Όλοι θέλουν το ίδιο. Να πάρουν το φαγητό, τα ζώα και στα σπαρτά, να σκοτώσουν τους άντρες, να βιάσουν τις γυναίκες, να κάψουν το σπίτι και τον αχυρώνα.
Κάθε φορά που γινόταν αυτό, ξεκινάγαμε πάλι από την αρχή, εμείς οι γυναίκες. Ξαναχτίζαμε το σπίτι και τον αχυρώνα, ποτίζαμε τα σπαρτά, ταΐζαμε τα ζώα. Περιμέναμε την επόμενη μέρα, ή τον επόμενο κατακτητή. Τη ζωή ή το θάνατο.
Δεν είχα πάντα εθνική ταυτότητα. Όποιος ήταν πιο δυνατός έπαιρνε τη γη, ήταν τόσο απλό. Πολύ λίγο σε νοιάζει πώς λένε τη χώρα σου όταν πεινάς. Θυμάμαι να πεινάμε πολύ. Πεινάσαμε το ’21-’23. ΟΙ Σοβιετικοί έκαναν επιτάξεις και 5 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Πέθαναν στους δρόμους, στα χωράφια, στα σπίτια τους. Δέκα χρόνια αργότερα πάλι το ίδιο. Ήταν το Γολοντομόρ, αν έχεις ακουστά, η γενοκτονία, ο Μεγάλος Λιμός. Άλλα 7 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν. Από την πείνα. Ο Στάλιν μάς πήρε τα πάντα κι εμείς έπρεπε να ζήσουμε τα παιδιά μας.
Τι κάνεις όταν έχεις τρία παιδιά και τίποτα να τα ταΐσεις;
Βράζεις το μικρότερο και το ταΐζεις στα άλλα δύο. Ακούγομαι πολύ σκληρή; Όχι πιο σκληρή από την πείνα. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Οι Γερμανοί. Οι Ρώσοι φεύγοντας έκαψαν τα πάντα, η τακτική της καμμένης γης. Οι Γερμανοί μπαίνοντας θύμωσαν που δεν βρήκαν τίποτα για ν’ αρπάξουν. Για τέσσερα χρόνια όλοι έσφαζαν όλους. Κάθε μέρα σχεδόν, κάποιος περούσε από το χωριό και ποτέ δεν ήξερες ποιον έψαχνε να σκοτώσει.
Πήγα στον πόλεμο. Μαζί με άλλες 127.000 Ουκρανές, πολεμήσαμε λυσσαλέα μαζί με τον Κόκκινο Στρατό. Ήμασταν το ένα πέμπτο των γυναικών που επιστρατεύθηκαν σε αυτόν. Ο πόλεμος κράτησε 1,250 μέρες και άλλες τόσες νύχτες και στο τέλος του κανείς μας δεν είχε σπίτι να γυρίσει σε αυτό. Όλες οι οικογένειες θρηνούσαν νεκρούς. Όσοι έζησαν ήταν οι τυχεροί. Ή και όχι.
Περισσότερα από 320 χωριά καήκαν μαζί με τους κατοίκους τους. Μια μέρα του 1943 οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό Κοριούκιβκα στο Τσερνίγκοβ μαζί με 7.000 ανθρώπους. Πριν από τον πόλεμο, ήμασταν 42 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ουκρανία. Μετά τον πόλεμο είχαμε μείνει 27 εκατομμύρια. Ποιον να πρωτοκλάψεις;
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, πάλι από την αρχή. Με υποσχέσεις για το μέλλον. Για ειρήνη, για μια καλή ζωή. Σαν μέρος μιας μεγάλης χώρας, με την ελπίδα ότι κάποτε θα παίρναμε και τη δική μας ταυτότητα.
Το 1986 ξανάβαλα τα πράγματα στη βαλίτσα. Έφυγα από το χωριό, που ήταν κοντά στο Τσερνόμπιλ και πήγα στο Κίεβο. Γέννησα εκεί το παιδί μου που ήταν καταδικασμένο από την αρχή, καταδικασμένο από αδιαφορία, από τις σιωπές, από την ανάγκη να δείξουμε ότι όλα ήταν κανονικά.
Στο Κίεβο ξεκινήσαμε από την αρχή. Μεγάλη πόλη, μεγάλα όνειρα για ηρεμία, ασφάλεια.
Το 1990 η βαλίτσα κατέβηκε από το πατάρι. Είχαμε επιτέλους χώρα, αλλά δεν υπήρχαν πια δουλειές, καμία ασφάλεια, καμία ηρεμία, όλα αυτά θα τα βρίσκαμε στη Δύση, μαζί με φαγητό και χρήματα.
Βρέθηκα στη χώρα σου, δεν έχει σημασία ποια ήταν. Είχα κάνει καλές σπουδές, ήξερα και πολύ καλό πιάνο, αλλά κανείς δεν νοιαζόταν για όλα αυτά όταν χόρευα στο επαρχιακό μπαρ, ή όταν καθάριζα τουαλέτες. Τότε μου κόλλησε και το Σβετλάνα. Όταν προσπάθησα να φύγω στη Γερμανία, μου πήραν το διαβατήριο και με εξέδιδαν για μήνες, κλεισμένη σε ένα δωμάτιο. Έγινα είδηση όταν εξαρθρώθηκε το κύκλωμα, που πρώτα είχε εξαρθρώσει τη ζωή μου.
Ξαναπήρα τη βαλίτσα για να γυρίσω στην Ουκρανία. Τα πράγματα ήταν εκεί, λέει, καλά· καλύτερα από ποτέ.
Κι από τότε παλεύω. Είμαι στους δρόμους για να ζητήσω ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες σε ένα ανδροκρατούμενο σύστημα. Κατά 45% θα πέσω θύμα βίας από κάποιον άντρα στη ζωή μου. Κάποιος μεθυσμένος θα με δείρει, θα με βιάσει, θα με σκοτώσει. Κι αν είναι πλούσιος ή ισχυρός, υπάρχουν πολλές «τρύπες» στο νόμο για να μην τιμωρηθεί ποτέ.
Δουλεύω πολύ και παίρνω πολύ λίγα χρήματα σε μια χώρα που μαστίζεται από διαφθορά και ανισότητες.
Κατά 80% είμαι άνεργη, παρότι κατά 60% έχω ανώτατη μόρφωση. Παίρνω πολύ λιγότερα χρήματα από τους άντρες και πολλοί εργοδότες αρνούνται να με προσλάβουν αν είμαι σε ηλικία να γίνω μητέρα ή πάνω από 35 ετών.
Έχω ελάχιστες πιθανότητες να καταλάβω μια διευθυντική θέση.
Διεκδικώ μια θέση στην πολιτική, μια σύγχρονη χώρα, μια σύγχρονη κοινωνία, διαμαρτύρομαι, διαδηλώνω, με συλλαμβάνουν, πηγαίνω φυλακή, με θέτουν εκτός νόμου, επιμένω, διεκδικώ ξανά και ξανά.
Πηγαίνω στο στρατό, ή μαθαίνω να πολεμάω, επειδή πάντα περιμένω τον επόμενο εχθρό.
Και τώρα, ήρθε η ώρα να πάρω πάλι τη βαλίτσα.
Και ίσως σταθώ σε λίγο πάλι μπροστά σου, στη χώρα σου, δεν έχει σημασία ποια είναι, θα προσπαθήσω να επιβιώσω, να ξαναστήσω μια ζωή, θα περιμένω τη στιγμή που θα γυρίσω πίσω στην Ουκρανία, να ξεκινήσω πάλι να χτίζω, να διεκδικώ, να ελπίζω.
Δεν έχει σημασία ποια είμαι, ούτε πώς με λένε.
Για τώρα μπορείς να με λες Σβετλάνα.
Υ.Γ. Η ιστορία της Σβετλάνας είναι, φυσικά, φανταστική.
Ή και όχι.