Δίκη για το Μάτι – Έκλαιγαν όλοι στην αίθουσα: Η σπαρακτική κατάθεση της Βαρβάρας Βακάκη
2 Δεκεμβρίου 2022
Με το ακροατήριο να σηκώνεται όρθιο, η Βαρβάρα Βουκάκη μπήκε στην αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας και με τρόπο συγκλονιστικό περιέγραψε τα όσα βίωσε την 23η Ιουλίου, την ημέρα της φωτιάς στο Μάτι.
«Για την Εβίτα, τον Ανδρέα και τον Γρήγορη. Χάθηκαν στη φονική πυρκαγιά από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων», είπε η κυρία Βουκάκη στην έναρξη της κατάθεσης της για τα όσα έγιναν το απόγευμα που ξέσπασε η φωτιά στο Μάτι και περιέγραψε στη συνέχεια το τραγικό ιστορικό εκείνων των ωρών, διαβάζοντας τις σημειώσεις της, άλλες φορές κλαίγοντας και άλλες φορές φωνάζοντας οργισμένη.
«Ο σύζυγος μου και τα παιδιά παραμένουν εκεί όλο το καλοκαίρι ενώ εγώ ανεβοκατέβαινα από το Μάτι στο Γαλάτσι. Μαζί με τα παιδιά και το σύζυγο μου κάναμε τον απογευματινό περίπατο. Θα ήθελα και κι εγώ να είμαι μαζί τους εκείνο το απόγευμα» τόνισε η μάρτυρας.
«Ήμουν στο Γαλάτσι. Ενημερώθηκα από το ίντερνετ για τη φωτιά. Επικοινώνησα με το σύζυγο μου, μου είπε δεν είχε ιδέα, αδίκως ανησυχώ, η φωτιά κατευθύνεται στο Διόνυσο. Δεν ήταν η πρώτη φορά, το ζούσαμε κάθε χρόνο. Και βλέπαμε τα ελικόπτερα. Εγώ μέσα μου ένιωθα ότι κάτι θα συμβεί. Επέμενα, του έλεγα να βγει έξω.
Βγήκε, ανέβηκε προς τη λεωφόρο Μαραθώνος. Γύρω στις 6 παρά. Γύρω στις 6 και κάτι με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε είχα δίκιο, άλλος άνθρωπος, τρομοκρατημένος, μου είπε ότι η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Μου είπε ότι θα έφευγε για να βρει ένα ασφαλές σημείο. Μόλις τον άκουσα έπαθα πανικό. Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με πυροσβεστική, αστυνομία, τροχαία για να μου πουν κατάσταση. Δεν έβρισκα κανένα» περιέγραψε δραματικά η μάρτυρας.
«Στα διόδια, μου είπε η κοπέλα ότι δεν ήξερε τίποτα, δεν την είχε ενημερώσει η αστυνομία. Όταν βρέθηκα στη λεωφόρο Μαραθώνος ήταν τρομακτικά. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα ήταν αδύνατο να κινηθούμε παραπέρα. Καταλάβαινα ότι επικρατεί πανικός. Ούτε πυροσβεστική ούτε αστυνομία. Κάποιοι φίλοι μας από Μάτι μας είπαν πως γίνεται χαμός. Αποφάσισα να πάρω κάθετους δρόμους και να κινηθώ από μέσα με κατεύθυνση προς Ραφήνα» είπε η μάρτυρας.
Κάποια στιγμή κατάφερε να μιλήσει με το γιο της Ανδρέα. «Ήταν τρομοκρατημένος. Βρισκόταν στο λιμάνι του Ματιού. Είχε βγει ο σύζυγος μου να βρει κάποιον για βοήθεια. “Φοβάμαι, φοβάμαι μαμά” μου είπε. Του είπα να πάω να τους βρω κι μου είπε “όχι μαμά μου εσύ να μην έρθεις. Θα έρθουμε εμείς”. Δεν μπορούσα κι εγώ να είμαι εκεί. Συνέχισα να κινούμαι προς κάθετους δρόμους. Ήξερα ότι θα γίνει χαμός, το αισθανόμουν. Μου είπαν “που πας, γύρνα πίσω, θα καείς καίγονται τα πάντα”. Έπαιρνα και ξανά έπαιρνα. Έπαιρνα τον Γρηγόρη να δω εάν είχαν φτάσει στη Ραφήνα. Γύρω στις 6:30 όταν απάντησε μου είπε: “καιγόμαστε, δεν το καταλαβαίνεις; που να έρθεις να με βρεις;”. Ο Γρηγόρης μου θα έκανε ότι είμαι δυνατόν για να σώσει τα παιδιά μας. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άνδρας μου, όχι έτσι» είπε ξεσπώντας σε λυγμούς η Βαρβάρα Βουκάκη.
Συνεχίζοντας την περιγραφή της, η κυρία Βουκάκη περιέγραψε: «αποφάσισα να ακούσω τη συμβουλή του Ανδρέα να μην προσπαθώ άλλο και να γυρίσω στο σπίτι μας. Έτσι κι έφυγα. Μάζεψα τα ρούχα τους σε πανικό. Κάποια στιγμή, στις ατελείωτες κλήσεις που έκανα, ποιος να μου απαντήσει κανένας. Στην τύχη όλα, έτσι στον αέρα. Στο σπίτι μας, ενώ είχα μαζέψει τα πράγματα επικοινώνησα με φίλο μας, Τάκη Μπαλάσκα, ο οποίος είχε καταφέρει να φτάσει και είχε κάνει μία πρώτη περπατησιά και προσπάθησε να με καθησυχάσει. Ότι υπήρχαν κάποια καΐκια έχουν φτάσει στη Ραφήνα και τα αυτοκίνητα είχαν φτάσει. Και μου είπε “σίγουρα ο Γρηγόρης και τα παιδιά έχουν φτάσει”. Του είπα να πάει σπίτι.
Ήμουν ήδη έτοιμη. Με πήρε και μου είπε ότι σπίτι ήταν άδειο και καιγόταν ένα σημείο αυλή. Προσπάθησε να την σβήσει. Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ούτε πυροσβέστης να βοηθήσει έναν άνθρωπο στην προσπάθεια του, ούτε και τότε δεν υπήρχε κάποιος. Δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί όχι στα δικά μου τα παιδιά, στους δικούς μου ανθρώπους, αλλά σε κανέναν!» κατέθεσε οργισμένη η κυρία Βουκάκη.
Όπως είπε αποφάσισε να επιστρέψει στην περιοχή. Κατάφερε να φτάσει λέγοντας πως “εγώ ψάχνω την κόρη μου, το γιο μου και τον άνδρα μου και θα περάσω να τους βρω τώρα“. Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Η αποκάλυψη η ίδια. Μυρωδιά καμένου. Σκοτάδι, νεκρική σιωπή. Τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι σαν εμάς που ψάχναμε. Φυγή, πανικό, τρόμο τον ένιωσα. Κατάλαβα ότι έφυγε τρέχοντας για να σωθεί. Μέσα στη μαυρίλα, νεκρική σιωπή, δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι δεν θα τους έβρισκα. Μπήκα σπίτι, είδα χειριστήριο Ανδρέα στο play station. Έκανα εικόνα. Ακούω τη φωνή μικρής να λέει “θα βάλω τα παπούτσια μου”, “έλα με σαγιανόρες” της φώναξε. Ήθελα βήμα με βήμα να τους ψάξω και έτσι και έκανα. Κατεβήκαμε στο λιμάνι. Εγκατάλειψη. Κάποιες μικροεστίες. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του.
Δεν ξέρω αν μπορείτε να μπείτε στα δικά μας τα μάτια, να ζήσετε ό,τι ζήσαμε, με τι λόγο, με τι πινελιές να ζωγραφίσουμε όλο αυτό. Δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη διαδρομή. Χαμός, φρίκη! Ο φίλος μου με τραβούσε. Είχε εστίες παντού. Τι να σας περιγράψω; Ποιοι άνθρωποι ήταν αυτοί μέσα στα αυτοκίνητα, έτσι θα βρω και δικούς μου ανθρώπους;
Κάποια στιγμή είδα και αυτοκίνητο Γρηγόρη. Τρελάθηκα. Γιατί είναι εδώ; Γιατί γυρνάει προς το Μάτι ο Γρηγόρης; Τι τον ανάγκασε; Όχι, ο Γρηγόρης ποτέ. Προσπαθούσαμε να περάσουμε από εκεί που θα μπορούσαν να έχουν πάει. Φωνάζαμε τα ονόματα τους ποιος να απαντήσει; Ο Τάκης μου είπε ότι είχαν πάει με τα πόδια και μου είπε ότι ήταν ανώφελο. Ήθελα να με προστατέψει. Μου είπε πρέπει να πάμε στη Ραφήνα», περιέγραψε η κυρία Βουκάκη, με τη φωνή της άλλοτε να υψώνεται και άλλοτε να σπάει.
Στη συνέχεια, η μάρτυρας πήγε στη Ραφήνα. «Πήγαμε στη Ραφήνα για να δηλώσουμε αγνοούμενους. Ήμουν εκεί ανάμεσα στο κόσμο, να βλέπω, σε άθλια κατάσταση οι άνθρωποι κατέβαιναν, πανικοβλημένοι, σοκαρισμένοι. Μας ειδοποίησαν ότι κάποιοι ήταν στο δημοτικό θέατρο. Σκεφτόμουν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν. Δε θέλεις να δεχθείς ότι οι άνθρωποι σου έχουν πάθει κάτι» είπε η η μάρτυρας και ύστερα περιέγραψε τη σκηνή που είδε την κόρη της νεκρή.
«Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο, με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει…. Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου» είπε ξεσπώντας σε λυγμούς η μάρτυρας. «Η Εβίτα με το ροζ μπλουζάκι της, όπως σε ένα βίντεο που είχε στείλει από σπίτι και τραγουδούσε και γελούσε. Μόνο που τώρα δεν είχε ζωή. Γιατί το παιδί μου; Γιατί;».
Η κυρία Βουκάκη βρήκε κουράγιο να συνεχίσει να ψάχνει ωστόσο τον άνδρα της και τον γιο της. «Έπρεπε να συνεχίσω. Να σταθώ στα πόδια μου. Να πάω στις βάρκες να τους βρω ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν. Πίσω και οι βάρκες αραίωναν και δεν κατέβαιναν ούτε ο γιος μου ούτε ο άνδρας μου» περιέγραψε η μάρτυρας.
Στη συνέχεια η κυρία Βουκάκη με όσο κουράγιο της έμεινε συνέχισε να ψάχνει. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. “Που είναι αυτό το οικόπεδο” ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου, κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα, είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου».
Πήγε στο σημείο όπου όλα ήταν καμένα
«Θέλω να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω “αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών”. Λίγο αργότερα είδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπαν να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί. Ο Τάκης βρήκε κάποιους δικούς του και τους έδωσε πληροφορίες για τον άντρα μου και το παιδάκι μου. Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ».
Η είδηση του τραγικού θανάτου και των άλλων δυο μελών της οικογένειας της δεν άργησε να έρθει, αφού προηγουμένως η ίδια ταλαιπωρήθηκε με κυνηγητό σε υπηρεσίες.
«Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της».
«Ευχόμουν να μην ταυτοποιηθεί ποτέ ο Ανδρέας μου» είπε αφού ο άνδρας της ήταν εκείνος που ταυτοποιήθηκαν πρώτοι. «Ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι και ο Ανδρέας μου ταυτοποιήθηκε με το δικό μου DNA. Ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης μας. Είμαστε ανύπαρκτοι, δεν ήμαστε τίποτα. Δεν ξέρω κι εγώ τι είμαστε.
Η Εβίτα μου θα ήταν σχεδόν 18, θα ετοιμαζόμαστε για Πανελλαδικές. Ο Ανδρέας μου σχεδόν 16 θα ζήσουμε την τρέλα της εφηβείας. Θέλω την απόλυτη δικαίωση για ψυχές τους. Πιστεύω σε εσάς. Ζητάω από εσάς. Για τα παιδιά μας, τους συζύγους μας, τα αδέλφια μας. Οι υπεύθυνοι πρέπει να τιμωρηθούν. Είναι κακουργηματικές πράξεις και παραλείψεις. Δε θα ήταν πολύ πιο εύκολο να είχε πετάξει ένα αεροπλάνο. Αν την αφήσεις τη φωτιά, φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Δεν πάει ανθρώπινος νους ότι δεν υπάρχει τίποτα να σε προστατέψει.
Οι αρχηγοί που την ώρα που ο άνδρας μου καιγόταν εκείνοι πίνανε καφέ. Τα άλλα ελικόπτερα που ήταν; Δύο καθηλωμένα, δεν πήραν εντολή. Από ποιον; Τον ανώτερο του ανωτέρου. Εσύ τι κάνεις; Εγώ σήμερα θα ήθελα να περιμένω να γυρίσουν τα παιδιά μου από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ. Δήμος, ποιος Δήμος; Πολιτική Προστασία; Ποια προστασία; Περιφέρεια, ανύπρακτη. Πρόληψη καμία! Εγώ δεν ζητάω εντολή για εκκένωση, εγώ ζητάω μία καμπάνα, ένα πυροσβέστη, κάποιον να χτυπήσει την πόρτα να φύγουν. “Γρηγόρη φύγε”. “Είσαι υπερβολική” μου έλεγε. “Γρηγόρη φύγε”, “Γρηγόρη φύγε”. Οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι βοηθήστε να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα».