Μητσοτάκης στους FT: Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο – Ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών της ΕΕ
3 Φεβρουαρίου 2025
Μητσοτάκης στους FT: Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο – Ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών της ΕΕ
Προτείνει την δημιουργία ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου ύψους 100 δισ. ευρώ για για τη χρηματοδότηση των συλλογικών αμυντικών αναγκών της Ευρώπης.
Η ανάγκη για ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας καθίσταται επιτακτική, καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανί, η αστάθεια στη Μέση Ανατολή και οι παγκόσμιες μετατοπίσεις ισχύος αναδεικνύουν την κρισιμότητα μεγαλύτερης στρατηγική αυτονομίας της Ευρώπης, επισημαίνει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με άρθρο του στους Financial Times.
Ολόκληρο το άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη
Ο συνδυασμός του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, της αστάθειας στη Μέση Ανατολή και των ευρύτερων μεταβολών των δυνάμεων παγκοσμίως σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική της ασφάλεια.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις ύψους 500 δισ. ευρώ κατά την επόμενη δεκαετία. Αυτό δεν είναι απλώς μια αναγκαιότητα, αλλά και μια ευκαιρία να διασφαλίσουμε την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία που εδώ και καιρό υποστηρίζω. Αλλά για να γίνει αυτό, απαιτείται συλλογική δράση σε δύο μέτωπα: πρώτον, χρειαζόμαστε ένα βιώσιμο μοντέλο χρηματοδότησης για αυξημένες αμυντικές δαπάνες· και δεύτερον, πρέπει να μετασχηματίσουμε την αμυντική βιομηχανία της Ευρώπης.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, το πρόβλημα είναι ότι, στο νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, οποιαδήποτε σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τις λεγόμενες διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), οι οποίες αποσκοπούν στη συγκράτηση του προϋπολογισμού μιας χώρας υπό έλεγχο. Αυτό είναι αναποτελεσματικό και δυνητικά πολύ δαπανηρό.
Υπάρχει όμως ένας απλός τρόπος για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία: οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρεθούν από τους δημοσιονομικούς στόχους εκ των προτέρων. Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να δαπανούν περισσότερα για την άμυνα, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική αξιοπιστία και τις ευνοϊκές δημοσιονομικές συνθήκες.
Δίνοντας στα κράτη μέλη αυτόν τον δημοσιονομικό χώρο θα αυξήσουμε τις ικανότητες άμυνας και ασφάλειας. Αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό. Και αυτό γιατί από ένα ορισμένο σημείο και μετά, οι αγορές ενδέχεται να προσθέσουν αμυντικά ασφάλιστρα στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μας. Εκτός από το αυξημένο δημοσιονομικό κόστος, αυτό θα μπορούσε να αποθαρρύνει τις αμυντικές δαπάνες και να οδηγήσει σε δυσανάλογη κατανομή του βάρους μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Η προσθήκη της ασφάλειας και της άμυνας στον κατάλογο των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα βοηθήσει. Αλλά από μόνη της αυτό θα καλύψει μόνο ένα μικρό μέρος των επενδυτικών μας αναγκών.
Γι’ αυτό, βασιζόμενος στη θετική εμπειρία της αγοράς με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, προτείνω τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού μέσου, ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση των συλλογικών αμυντικών μας απαιτήσεων.
Οι περισσότερες δαπάνες για την άμυνα πρέπει, ωστόσο, να συμβαδίζουν με την αύξηση της αποτελεσματικότητας. Όπως αναφέρουν και οι δύο πρόσφατες εκθέσεις Draghi και Letta, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παραμένει κατακερματισμένη, στερείται κλίμακας και χρειάζεται περαιτέρω ενοποίηση και εξειδίκευση για τη δημιουργία πόλων υπεροχής.
Η ανάπτυξη σύνθετων αμυντικών συστημάτων επόμενης γενιάς απαιτεί επενδύσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητες κάθε μεμονωμένου κράτους μέλους. Γι’ αυτό, τον Μάιο του περασμένου έτους, μαζί με τον Πολωνό πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ, παρουσιάσαμε μια φιλόδοξη πρόταση για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αεράμυνας, που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι δυνητικών επιθέσεων.
Η εξαγγελία και η χρηματοδότηση μιας τέτοιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, την οποία θα ακολουθούσαν γρήγορα και άλλα εμβληματικά έργα, θα είχε άμεσο αντίκτυπο σε τέσσερις τομείς.
Πρώτον, θα επέτρεπε στα μεμονωμένα κράτη μέλη και στην ΕΕ στο σύνολό της να αντιμετωπίσουν κρίσιμες αδυναμίες στις αμυντικές τους ικανότητες.
Δεύτερον, θα ενίσχυε την τεχνολογική και βιομηχανική βάση της Ευρώπης.
Τρίτον, θα μπορούσε να αυξήσει ορατά τη συμβολή της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και να ενισχύσει τη διατλαντική συνεργασία.
Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, θα έστελνε ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα ότι η Ευρώπη είναι ενωμένη και αποφασισμένη, μια παγκόσμια δύναμη που πρέπει να την υπολογίζουν.
Το γεγονός ότι η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, συμπεριέλαβε την ιδέα των εμβληματικών έργων της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της είναι κάτι που πρέπει να χαιρετιστεί.
Το ίδιο ισχύει και για τη νέα λευκή βίβλο για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας, καθώς και για τη «Στρατηγική της Ετοιμότητας της Ένωσης». Και τα δύο θα βοηθήσουν στη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης.
Αυτό έχει σημασία, διότι μία από τις βασικές παραδοχές πίσω από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να είναι ότι η εδαφική ακεραιότητα κάθε κράτους μέλους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ακεραιότητα όλων των άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της. Γι’ αυτό πρέπει να ενισχύσουμε την αξιοπιστία και την επιχειρησιακή αξία των ρητρών αμοιβαίας άμυνας και αλληλεγγύης στις συνθήκες της ΕΕ.
Ως μέλος πρώτης γραμμής τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, και ως μέλος που αντιμετωπίζει μοναδικές και άμεσες προκλήσεις ασφαλείας, ιδίως στην ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα έχει από καιρό κατανοήσει την κρίσιμη σημασία των αμυντικών επενδύσεων. Αλλά αυτές οι προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι πλέον περιφερειακού χαρακτήρα. Το γεωπολιτικό διακύβευμα για την Ευρώπη δεν ήταν ποτέ υψηλότερο.
Εάν η ένωσή μας πρόκειται να παραμείνει πόλος ειρήνης και σταθερότητας, πρέπει να αποκτήσουμε μια ισχυρή, ενιαία και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, επισημαίνει κλείνοντας το άρθρο του ο κ. Μητσοτάκης.