Με ποια κοινά φάρμακα δεν πρέπει να παίρνουμε την βιταμίνη D
22 Ιανουαρίου 2025
Με ποια κοινά φάρμακα δεν πρέπει να παίρνουμε την βιταμίνη D
Ορισμένα φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν τον τρόπο δράσης άλλων φαρμάκων όταν παίρνονται μαζί.
Κάποια κοινά φάρμακα μπορεί να κρύβουν κινδύνους για την υγεία μας αν τα παίρνουμε μαζί με την βιταμίνη D.
Η βιταμίνη D είναι μια απαραίτητη βιταμίνη που παίζει ρόλο στη φλεγμονή και τον μεταβολισμό, δηλαδή την παραγωγή ενέργειας. Οι δύο κύριες μορφές της βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2) και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3).
Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για τη θεραπεία και τη μείωση του κινδύνου παθήσεων που σχετίζονται με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D, όπως η ραχίτιδα και η οστεοπόρωση.
Η πρόσληψη της βιταμίνης D μπορεί να γίνει μέσω της διατροφής σας, της άμεσης έκθεσης στον ήλιο ή μέσω συμπληρωμάτων διατροφής. Ωστόσο, μπορεί να αλληλεπιδράσει με άλλα φάρμακα και συμπληρώματα που ίσως λαμβάνετε, οπότε συμβουλευθείτε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας πριν ξεκινήσετε τη λήψη βιταμίνης D αν παίρνετε άλλα φάρμακα.
Η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει την απορρόφηση των στατινών στο αίμα και τη διακίνηση τους στο σώμα. Μερικές μικρές μελέτες έχουν δείξει ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D μπορούν να μειώσουν την ποσότητα των στατίνων στο σώμα. Ωστόσο, ο κίνδυνος να επηρεαστούν τα επίπεδα λιπιδίων και χοληστερόλης στο αίμα είναι χαμηλός.
Οι στατίνες μπορεί να αλληλεπιδράσουν με τη βιταμίνη D με διάφορους τρόπους. Η βιταμίνη D παράγεται στο σώμα με τη βοήθεια ενός τύπου χοληστερόλης. Η λήψη φαρμάκου που μειώνει τη χοληστερόλη, όπως οι στατίνες, μπορεί να επηρεάσει τη φυσική παραγωγή βιταμίνης D.
Η ορλιστάτη είναι ένα φάρμακο που λαμβάνεται για την απώλεια βάρους. Μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς ιατρική συνταγή. Η ορλιστάτη διασπά το λίπος από τη διατροφή σας, εμποδίζοντας την απορρόφησή του στο στομάχι και τα έντερα και αποβάλλοντάς το μέσω των κοπράνων.
Το φάρμακο μπορεί επίσης να εμποδίσει την απορρόφηση της βιταμίνης D στο στομάχι και τα έντερα, μειώνοντας τη συνολική ποσότητα βιταμίνης D στο σώμα από τη διατροφή και τα συμπληρώματα.
Οι θειαζίδες είναι διουρητικά και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία καρδιαγγειακών παθήσεων καθώς βοηθούν στην αποβολή της περίσσειας υγρών. Παραδείγματα θειαζιδικών διουρητικών είναι το υδροχλωροθειαζίδιο (hydrochlorothiazide) και η χλωροθειαζίδη (chlorothiazide).
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της βιταμίνης D και των θειαζίδων σχετίζεται με τον τρόπο που η βιταμίνη D επηρεάζει τα επίπεδα ασβεστίου. Η βιταμίνη D βοηθά το σώμα να απορροφά ασβέστιο στο στομάχι και να το μεταφέρει σε άλλα σημεία για χρήση. Τόσο το ασβέστιο όσο και η βιταμίνη D είναι απαραίτητα για πολλές λειτουργίες του σώματος, όπως η υγεία των οστών και οι μυϊκές συσπάσεις.
Τα κορτικοστεροειδή συνταγογραφούνται συχνά για τη μείωση της φλεγμονής και τη θεραπεία παθήσεων όπως η ελκώδης κολίτιδα ή το άσθμα. Παραδείγματα κορτικοστεροειδών είναι η πρεδνιζολόνη (prednisone), η υδροκορτιζόνη (hydrocortisone) και η δεξαμεθαζόνη (dexamethasone).
Έρευνες δείχνουν ότι τα στεροειδή μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση του ασβεστίου, επηρεάζοντας τον τρόπο που η βιταμίνη D απορροφάται και χρησιμοποιείται στο σώμα. Κάποιες μελέτες έχουν αναφέρει ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι πιο συχνά σε άτομα που λαμβάνουν στεροειδή.
Τα δεσμευτικά των χολικών οξέων δεσμεύουν το χολικό οξύ (ένα οξύ που βοηθά στη διάσπαση του λίπους) στα έντερα και το εμποδίζουν να εισέλθει στο αίμα. Αυτό αναγκάζει το ήπαρ να απορροφήσει χοληστερόλη από το αίμα για να παράγει περισσότερο χολικό οξύ, μειώνοντας έτσι τα επίπεδα χοληστερόλης.
Το φάρμακο μπορεί επίσης να δεσμεύσει άλλα φάρμακα, όπως τη βιταμίνη D, στο στομάχι και τα έντερα, μειώνοντας την ποσότητα βιταμίνης D στο σώμα. Τα διαθέσιμα δεδομένα για αυτήν την αλληλεπίδραση είναι περιορισμένα.
Η διγοξίνη (digoxin) είναι φάρμακο που συνταγογραφείται για τη θεραπεία καρδιακών παθήσεων όπως η κολπική μαρμαρυγή και η καρδιακή ανεπάρκεια. Η λήψη υψηλών δόσεων βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υπερασβεστιαιμίας, όπου υπάρχει υπερβολική ποσότητα ασβεστίου στο αίμα. Τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για μη φυσιολογικούς καρδιακούς ρυθμούς (αρρυθμίες) αν λαμβάνετε επίσης διγοξίνη.
Η διλτιαζέμη (diltiazem) είναι φάρμακο που συνταγογραφείται για τη θεραπεία ορισμένων καρδιακών και αγγειακών παθήσεων. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της βιταμίνης D και της διλιαζέμης σχετίζεται με τον τρόπο που και τα δύο φάρμακα επηρεάζουν τα επίπεδα ασβεστίου. Οι υψηλές δόσεις βιταμίνης D μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο υπερασβεστιαιμίας. Τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για αρρυθμίες αν λαμβάνετε επίσης διλιαζέμη.
Το ορυκτέλαιο (mineral oil) είναι καθαρτικό που διατίθεται χωρίς ιατρική συνταγή και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της δυσκοιλιότητας. Το ορυκτέλαιο εμποδίζει την απορρόφηση του νερού στο παχύ έντερο, μαλακώνοντας τα κόπρανα και διευκολύνοντας την κένωση του εντέρου.
Η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή βιταμίνη, πράγμα που σημαίνει ότι απορροφάται στο σώμα μαζί με τα λίπη και τα έλαια από τη διατροφή. Το ορυκτέλαιο μπορεί να αλληλεπιδράσει με τη βιταμίνη D κρατώντας τη βιταμίνη στα έντερα, μειώνοντας την ικανότητά της να απορροφάται και να χρησιμοποιείται σε άλλα σημεία.
Συμπληρώματα που δεν πρέπει να συνδυάζονται με βιταμίνη D
Η Βιταμίνη D δεν φαίνεται να αλληλεπιδρά με πολλά συμπληρώματα. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια συμπληρώματα που πρέπει να παρακολουθείτε προσεκτικά αν τα λαμβάνετε μαζί με τη βιταμίνη D:
- Ασβέστιο: Σε φυσιολογικές δόσεις, η λήψη βιταμίνης D με ασβέστιο βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου στα έντερα και σε όλο το σώμα. Ωστόσο, οι υψηλές δόσεις βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσουν σε υψηλά επίπεδα ασβεστίου σε ορισμένα άτομα. Η προσθήκη επιπλέον συμπληρώματος ασβεστίου μπορεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα, κάτι που μπορεί να είναι επιβλαβές.
- Μαγνήσιο: Η βιταμίνη D μπορεί να αυξήσει την απορρόφηση του μαγνησίου στο σώμα, επειδή η ίδια πρωτεΐνη που μεταφέρει το ασβέστιο μέσω των εντέρων μπορεί επίσης να μεταφέρει και το μαγνήσιο. Ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η λήψη βιταμίνης D μπορεί να βελτιώσει τα επίπεδα μαγνησίου σε άτομα με χαμηλά επίπεδα μαγνησίου και βιταμίνης D. Αυτή η επίδραση δεν είναι πιθανή σε άτομα με φυσιολογικά επίπεδα μαγνησίου.
Αν λαμβάνετε φάρμακα για αρρυθμίες ή άλλες καρδιακές παθήσεις, παρακολουθήστε για τυχόν σημάδια ή συμπτώματα επιδείνωσης των αρρυθμιών.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ταχυκαρδία ή βραδυκαρδία, αίσθηση ότι η καρδιά σας «χάνει χτύπους», ζάλη, αίσθημα λιποθυμίας, δύσπνοια, πόνο στο στήθος ή εφίδρωση. Επισκεφθείτε αμέσως γιατρό αν εμφανίσετε κάποιο από αυτά τα συμπτώματα.