Έκθεση στο κρύο: Θεραπευτική για αυτή τη συχνή νόσο – Αρκεί να τουρτουρίζουμε!
22 Σεπτεμβρίου 2022
Η έκθεση στο κρύο φαίνεται ότι μπορεί να καταπολεμήσει τον διαβήτη τύπου 2 ιδιαίτερα εάν προκαλεί τρέμουλο και ρίγη – Δείτε τι έδειξε μια ενδιαφέρουσα έρευνα
Μια πρωτότυπη εναλλακτική για την πρόληψη και θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 προτείνουν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ.
Νέα έρευνα διαπιστώνει ότι τα ρίγη κατά την επαναλαμβανόμενη έκθεση στο κρύο βελτιώνει την ανοχή στη γλυκόζη, μειώνει το σάκχαρο νηστείας και τα λιπίδια του αίματος και μειώνει αξιοσημείωτα την αρτηριακή πίεση σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ενήλικες.
Η προκαταρκτική έρευνα παρουσιάστηκε στο ετήσιο Συνέδριο για τη Μελέτη του Διαβήτη που διεξήχθη στη Στοκχόλμη. Πραγματοποιήθηκε από τους Adam Sellers, Sten van Beek και τους συνεργάτες τους από το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ στην Ολλανδία και υπογραμμίζει τη δυνατότητα της επαναλαμβανόμενης έκθεσης στο κρύο, έως ότου προκαλεί ρίγη, ως εναλλακτική στρατηγική για τη θεραπεία και την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι όταν οι άνθρωποι κρυώνουν, η γλυκόζη απομακρύνεται ταχύτερα από την κυκλοφορία του αίματος. Το καφέ λίπος θεωρήθηκε ότι παίζει σημαντικό ρόλο στη μείωση της γλυκόζης του αίματος και τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη στους ανθρώπους, συμβάλλοντα έτσι στη μείωση της αντίστασης στην ινσουλίνη και του κινδύνου ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του διαβήτη.
«Το καφέ λίπος είνια ένα εσωτερικό θερμαντικό σύστημα του σώματός μας που καίει θερμίδες» εξηγεί ο Δρ Sellers και συνεχίζει: «Έτσι παράγεται θερμότητα και παρεμποδίζεται η εναπόθεση θερμίδων με την μορφή του φυσιολογικού λευκού λίπους. Το καφέ λίπος ενεργοποιείται όταν κάνει κρύο και όταν τρώμε, ωστόσο η δραστηριότητα του είναι υποτονική σε μεγαλύτερους ενήλικες καθώς και σε άτομα με παχυσαρκία και διαβήτη».
«Όταν κρυώνουμε ενεργοποιούμε το καφέ λίπος στον οργανισμό μας επειδή καίει ενέργεια και απελευθερώνει θερμότητα για την προστασία μας. Επιπρόσθετα οι μύες συσπώνται μηχανικά ή ριγούν, παράγοντας θερμότητα. Καθώς έχουμε περισσότερους μύες από καφέ λίπος στο σώμα μας, τα ρίγη μπορούν να προκαλέσουν την καύση περισσότερων θερμίδων και να παράξουν περισσότερη θερμότητα» εξηγεί ο Δρ Sellers.
Για να μάθουν περισσότερα, οι ερευνητές εξέθεσαν εθελοντές —11 άνδρες και 4 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες – υπέρβαρους ή παχύσαρκους (ηλικίας 40-75 ετών, με ΔΜΣ 27-35 kg/m²) επί δέκα συνεχόμενες ημέρες σε κρύο ώστε να προκληθούν ρίγη, με τη βοήθεια ειδικών στολών ελέγχου της θερμοκρασίας του σώματος. Οι συμμετέχοντες εκτέθηκαν σε θερμοκρασία από 32°C έως 10°C, έως ότου έτρεμαν επί μία ώρα ημερησίως.
Πριν και μετά την παρέμβαση διεξαγόταν ένα δίωρο τεστ ανοχής στην γλυκόζη (OGTT) σε θερμοουδέτερο περιβάλλον (22±0.7°C) . Οι ερευνητές μέτρησαν επίσςη τους παλμούς της καρδιάς και την πίεση του αίματος, ενώ έκαναν και βιοψία μυών για να διαπιστώσουν τυχόν αλλαγές στους μύες σχετιζόμενες με τον μεταβολισμό της γλυκόζης.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι το συνεχές ρίγος που προκαλείται από το κρύο μείωσε σημαντικά τις μέσες συγκεντρώσεις γλυκόζης πλάσματος νηστείας από 5,84 σε 5,67 mmol/L και βελτίωσε την ανοχή στη γλυκόζη κατά 6%.
Οι συγκεντρώσεις ινσουλίνης πλάσματος πριν και κατά τη διάρκεια του OGTT δεν επηρεάστηκαν από την παρέμβαση του ψύχους – ρίγους. Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τους ερευνητές ότι οι βελτιωμένες τιμές γλυκόζης νηστείας και ανοχής στη γλυκόζη μετά τα επαναλαμβανόμενα ρίγη δεν οφείλονται στην αυξημένη ινσουλίνη αίματος.
Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι τα τριγλυκερίδια πλάσματος νηστείας και οι συγκεντρώσεις των ελεύθερων λιπαρών οξέων ήταν μειωμένα σημαντικά κατά 32% και 11% αντίστοιχα. Πρόκειται για κύρια «καύσιμα» λίπους που θεωρούνται ότι αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νόσων και συνεισφέρουν στην αντίσταση στην ινσουλίνη.
Επιπρόσθετα η «αγωγή ψύχους» μείωσε τη συστολική και τη διαστολική πίεση κατά περίπου 10mmHg και 7 mmHg αντίστοιχα, καθώς και τους καρδιακούς παλμούς σε ανάπαυση όταν μετρήθηκαν σε θερμουδέτερες συνθήκες.
Πρόκειται για μια σημαντική έρευνα που διερευνά την επίδραση του ψύχους στην μεταβολική υγεία αν και οι συγγραφείς της μελέτης αναγνωρίζουν τους περιορισμούς αυτής, καθώς τους παράγοντες του τρόπου ζωής ή της κληρονομικότητας που δεν αξιολογήθηκαν στην τρέχουσα μελέτη και μπορεί να επηρεάζουν τα αποτελέσματα.