Έγκλημα σε ελβετικό σαλέ: Η μάχη μιας μητέρας για την τιμωρία του δολοφόνου του γιού της
8 Ιουνίου 2022
Ο Άλεξ Μόργκαν, ο οποίος είχε φοιτήσει στο Gordonstoun στη Σκωτία, έπεσε θύμα επίθεσης από τον Μπένετ Φον Βέρντες, Ελβετό φίλο του, γιο ενός πλούσιου αριστοκράτη, ο οποίος τον είχε καλέσει να μείνει ένα βράδυ στο σαλέ του.
Μετά από μια βραδιά που ξεκίνησε σε φιλικό σπίτι με μια παρτίδα σκάκι και συνεχίστηκε με κατανάλωση ναρκωτικών και κρασιού, επέστρεψαν στο σαλέ όπου κάποια στιγμή τις πρώτες πρωινές ώρες ο φον Βέρτες, υπό την επήρρεια κοκαΐνης και κεταμίνης, επιτέθηκε στον Αλεξ.
Ο φον Βέρτες, πέταξε τον Άλεξ πάνω σε ένα τραπεζάκι, χρησιμοποίησε κομμάτια γυαλιού για να τον μαχαιρώσει και μετά άρπαξε ένα κηροπήγιο πάνω από 1 μέτρο μεγάλο και του επιτέθηκε. Η επίθεση ήταν τέτοια που το κρανίο του Άλεξ σμπαραλιάστηκε και τα οστά του προσώπου του έσπασαν. Μετά, ο φον Βέρτες έκανε ντους και στη συνέχεια κάλεσε την αστυνομία λέγοντας «το δάχτυλό μου αιμορραγεί και ο φίλος μου είναι νεκρός».
Τέσσερα χρόνια μετά η μητέρα του, Κάτια Φάμπερ, έλαβε ένα email από το γραφείο του εισαγγελέα στην Ελβετία, που τη ρωτούσε αν ήθελε πίσω τα προσωπικά του αντικείμενα. Εκείνη μπερδεύτηκε. Η τσάντα που είχε ετοιμάσει ο Άλεξ για το μοιραίο ταξίδι του σκι, τής είχε ήδη επιστραφεί.Το ρολόι, το διαβατήριο και το πορτοφόλι του είχαν ήδη επιστραφεί μέσα σε πλαστικές θήκες με τους αριθμούς της αστυνομίας πάνω τους. Η Κάτια, η οποία είχε δουλέψει ως δικηγόρος σε ποινικά δικαστήρια στο Λονδίνο πριν γεννηθεί ο Άλεξ ρώτησε ποια αντικείμενα εννοούσαν. Μια λίστα έφτασε κανονικά.Μόλις την είδε μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο, όπως λέει η ίδια: «Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που διάβαζα. Ανέφερε όλα τα ρούχα του Άλεξ – τζιν, πουκάμισο, εσώρουχα και διευκρίνιζε ότι ήταν όλα ματωμένα. Στο κάτω μέρος έγραφε «ένα κερί». Κοίταζα τη λίστα ξανά και ξανά: «Είναι δυνατόν; Βλέπω καλά;» .
Κι όμως, της είχαν στείλει μια λίστα προσωπικών αντικειμένων του Άλεξ, στα οποία περιλαμβανόταν και ένα από τα όπλα του φόνου του!
Ο Άλεξ, που ήταν πιο μικρόσωμος από τον φίλο του, τον οποίο είχε γνωρίσει στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου — είχε κατάγματα στο κρανίο, στο σώμα του είχε πληγές από χτυπήματα με σπασμένο γυαλί και είχε χτυπηθεί με ένα βαρύ κηροπήγιο. Τα τραύματά του ήταν τόσο φρικτά που χρειάστηκε ένα σφραγισμένο φέρετρο, το οποίο δεν ανοίχθηκε. Αυτό που τον σκότωσε, ωστόσο, ήταν ότι ο δολοφόνος έβαλε στο στόμα του ένα κερί που έφραξε την αναπνευστική οδό. «Και ναι, αυτό ήταν το κερί που με ρωτούσαν αν ήθελα. Προφανώς, επειδή βρέθηκε σε αυτόν, θεωρήθηκε ότι ήταν ένα από τα υπάρχοντά του», αναφέρει η μητέρα του. «Αυτή είναι η απόλυτη φρίκη. Και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για αυτό.»
Η Κάτια βρέθηκε στο δικαστήριο, ξανά, αυτή την εβδομάδα, στην Ελβετία, σε αυτό που ελπίζει ότι είναι η «τελική» προσπάθεια για να εξασφαλίσει δικαιοσύνη για τον γιο της.
Από την πρώτη δίκη το 2017, ο φον Βέρτες καταδικάστηκε σε 12μιση χρόνια φυλάκιση αφού κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Στην έφεση, ωστόσο, το 2019, μειώθηκε η ποινή του, αφού οι δικηγόροι του υποστήριξαν ότι η κατανάλωση ναρκωτικών τον είχε κάνει να μην γνωρίζει τι έκανε. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών, αν και αφέθηκε ελεύθερος λόγω του χρόνου που είχε ήδη εκτίσει – υπό τον όρο ότι θα μπει σε μονάδα απεξάρτησης από ναρκωτικά.
Η εισαγγελία —μετά από δική της επιμονή— άσκησε αντέφεση και την περασμένη Τρίτη, μετά από μια μαραθώνια μάχη, η νίκη ήταν πια δική της. Η αρχική ποινή επιβλήθηκε εκ νέου, με τον φον Βέρτες να κρίνεται ένοχος. Μπορεί ακόμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στη μονάδα απεξάρτησης, «αλλά αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό μέρος». Το σημαντικό είναι ότι μπορώ να τον αποκαλώ δολοφόνο», επιμένει η Κάτια.
Η πιο σημαντική πτυχή αυτής της τραγικής ιστορίας ωστόσο είναι ο ρόλος που έπαιξε η ίδια η Κάτια στη μάχη για την απόδοση δικαιοσύνης για τη δολοφονία του γιού της. Όχι μόνο ώθησε τους δικηγόρους της εισαγγελίας να συνεχίσουν τα δικαστήρια, αλλά προσέλαβε τη δική της νομική ομάδα. Έγινε η ίδια ντετέκτιβ, εξετάζοντας κάθε αποδεικτικό στοιχείο που μπορούσε να βρει, χωρίς να κοιτάξει τις φωτογραφίες του Άλεξ. Κάθισε μάλιστα στο ακροατήριο όταν οι μάρτυρες έδιναν καταθέσεις. Κάθε βράδυ, η Κάτια μελετούσε τη δικογραφία. Μια φορά ζήτησε να σταλούν οι κάλτσες του γιου της για ιατροδικαστική εξέταση. Γιατί; ΄Οπως η ίδια λέει: «Επειδή έλεγε ο Φον Βέρτες πως τσακώνονταν, ότι αυτός ήταν ένας καβγάς που ξέφυγε από τον έλεγχο και είπε ότι ο Άλεξ, αφού τον χτύπησε σηκώθηκε ξανά όρθιος. Είπα ότι θα υπήρχαν θραύσματα γυαλιού στις κάλτσες του αν είχε γίνει έτσι. Δεν βρήκαν θραύσματα».
Η ίδια λέει ότι πούλησε ένα διαμέρισμα για να χρηματοδοτήσει τη νομική της μάχη και επιβεβαιώνει ότι μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες λίρες. «Τα χρήματα δεν είναι σημαντικά. Θα έδινες την τελευταία σου δεκάρα για να παλέψεις για τα παιδιά σου. Θα έδινα το νεφρό μου, αλλά τι γίνεται με άλλους ανθρώπους που δεν έχουν τα μέσα; Είμαι 100% πεπεισμένη ότι αν δεν είχα γνώση του νόμου και τα οικονομικά μέσα, δεν θα είχαμε καταδικαστική απόφαση». Υπάρχει επίσης ένας απλός λόγος για τον οποίο η δικαιοσύνη αποδείχθηκε τόσο δύσκολη, όπως λέει η Κάτια και αυτός, πάλι, είναι το χρήμα. «Ένα από τα πράγματα που έβρισκα πιο ενοχλητικό σε όλο αυτό ήταν το να βάλλω εναντίον του ακραίου πλούτου και της αίσθησης ανωτερότητας που η οικογένεια του Φον Βέρτες είχε. Είμαι πεπεισμένη ότι, πίστευαν πως θα τα παρατούσαμε. Δεν ξέρω αν νόμιζαν ότι ο Άλεξ ήταν απλώς ένα εγγλεζάκι που δεν είχε σημασία για κανέναν. Αλλά υποτίμησαν τη δύναμη μιας μητέρας που έχασε τον γιο της. Και δεν υπάρχει περίπτωση να ήξεραν ότι ήμουν δικηγόρος. Ο συνδυασμός με έκανε αγκάθι στο πλευρό τους ».
Πηγή:real