«Απαγορευτικό» για νέα έξοδο της Ελλάδας στις αγορές
9 Μαρτίου 2022
«Φρένο» στα όποια σχέδια για νέα έκδοση ομολόγου από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους βάζει η αναταραχή που έχει προκαλέσει στις αγορές η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία έχει επιδεινώσει το πληθωριστικό και ενεργειακό σοκ που ήδη υπήρχε και έχει εκτοξεύσει spreads και κόστη δανεισμού. Με τα ελληνικά spreads να κινούνται σταθερά πάνω από τις 230 μονάδες βάσης –όταν πριν από την πανδημία ήταν στις 140-170 μ.β.– και με την απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου να διαμορφώνεται στο 2,35% και στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούνιο του 2019, οι συνθήκες κρίνονται «απαγορευτικές» και απαιτούν στάση αναμονής, με την προσδοκία να επέμβει λεκτικά αλλά και πρακτικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να «επιβάλει» την επιστροφή σε πιο ευνοϊκές δανειακές συνθήκες.
Στα… θετικά πάντως, με περίπου 40 δισ. ευρώ ταμειακά διαθέσιμα, και με τα έσοδα-δαπάνες να κινούνται σε καλύτερα επίπεδα από τις αρχές του έτους σε σχέση με ό,τι είχε προβλεφθεί, η Ελλάδα δεν έχει λόγο να βγει στις αγορές σε αυτές τις συνθήκες της έντονης μεταβλητότητας. Με την έξοδο του Ιανουαρίου και την έκδοση του 10ετούς το ελληνικό Δημόσιο έχει ήδη εξασφαλίσει το 25% του ετήσιου (ανωτέρου) στόχου των 12 δισ. ευρώ. Αν και μία δεύτερη έξοδος εντός του α΄ τριμήνου ήταν στο πρόγραμμα αρχικά, αυτό που πρέπει να κάνει η Ελλάδα –και έχει και το περιθώριο να κάνει– είναι να τηρήσει στάση αναμονής μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση και έως ότου υπάρξει κάποια –και ποια– απάντηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οπως σχολιάζουν τραπεζικές πηγές, όπως και η πανδημία, η σημερινή κατάσταση στα γεωπολιτικά μπορεί να αποτελέσει άλλη μια χρυσή ευκαιρία ανάλογα και με τις αποφάσεις που θα λάβει η ΕΚΤ.
Λόγω της μη συμμετοχής της Ελλάδας στο κανονικό QE, μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος PEPP στα τέλη Μαρτίου –η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν κατέχει επενδυτική βαθμίδα–, υπάρχει ένα σύννεφο αβεβαιότητας σχετικά με τη στήριξη που θα έχει η χώρα.
Η συνεδρίαση τη ΕΚΤ στις 10 Μαρτίου αναμένεται ευρέως ότι θα υιοθετήσει μία σαφώς λιγότερο επιθετική στάση σε σχέση με τη νομισματική πολιτική, έναντι της συνεδρίασης του Φεβρουαρίου. Οπως δήλωσε την περασμένη Τετάρτη και ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, «η ΕΚΤ είναι έτοιμη να λάβει όποια δράση χρειάζεται για να εκπληρώσει τις ευθύνες της για να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ευρωζώνη».
Νωρίτερα την ίδια ημέρα, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος και μετά την ανακοίνωση των στοιχείων για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου, ο οποίος εκτοξεύθηκε στο 5,8%, δήλωσε ότι η επίθεση της Ρωσίας θα οδηγήσει σε βραδύτερη ανάπτυξη και ταχύτερο πληθωρισμό τις επόμενες εβδομάδες. Η Goldman Sachs προέβλεψε πως σε περίπτωση απάντησης της Ρωσίας στις κυρώσεις της Δύσης με μείωση των εξαγωγών ενέργειας, το «χτύπημα» στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα ήταν της τάξης 1% έως 3%.
Η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται στο 2,35% και στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούνιο του 2019.
Ο Λέιν επισήμανε παράλληλα πως «η πρόωρη νομισματική σύσφιγξη ενέχει τον κίνδυνο οικονομικής επιβράδυνσης και αντιστροφής της μεσοπρόθεσμης δυναμικής του πληθωρισμού, εκτροχιάζοντας τις προοπτικές τελικής σύγκλισης προς τον στόχο της ΕΚΤ».
Ωστόσο, τα «γεράκια» δεν έχουν εγκαταλείψει πλήρως τις εκκλήσεις τους για αυστηρότερη πολιτική, καθώς οι πιέσεις στις τιμές είναι πλέον ευρείες και δεν είναι απλώς συνάρτηση της απότομης αύξησης των τιμών του πετρελαίου. «Εάν το απαιτεί η σταθερότητα των τιμών, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ πρέπει να προσαρμόσει την πορεία της νομισματικής πολιτικής», δήλωσε ο πρόεδρος της Bundesbank Γιοακίμ Νάγκελ. «Πρέπει να κρατήσουμε το βλέμμα στην ομαλοποίηση της νομισματικής μας πολιτικής», τόνισε, αποφεύγοντας ωστόσο να υποστηρίξει ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε κάτι τέτοιο από αυτόν τον μήνα.
Στα τέλη του μήνα αναμένεται να υπάρξουν πιο λεπτομερή υποστηρικτικά μηνύματα για την Ελλάδα από την ΕΚΤ, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ». Αναμένεται να λυθεί και επίσημα η μεγάλη ανησυχία των αγορών σχετικά με το waiver στα ελληνικά ομόλογα, δηλαδή την επιλεξιμότητά τους ως εγγύηση στις πράξεις χρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος που λήγει τον Ιούνιο. Η ΕΚΤ θα ανακοινώσει την παράτασή του έως τα τέλη του 2024 και έως ότου διαρκέσουν οι αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ υπό το πρόγραμμα επανεπενδύσεων (τέλη 2024 τουλάχιστον).
Μία δεύτερη σημαντική αβεβαιότητα η οποία επηρεάζει την επενδυτική στάση απέναντι στην Ελλάδα και η οποία «απαιτείται», σύμφωνα και με αναλυτές, να αντιμετωπιστεί, είναι το πώς ακριβώς θα κινηθεί αυτό το εργαλείο των επανεπενδύσεων. Ουσιαστικά, η ΕΚΤ πρέπει να ξεκαθαρίσει και να δηλώσει επίσημα πόσο μεγάλο είναι αυτό το «οπλοστάσιό» της, ποιο είναι το μέγεθος που μπορεί να φτάσουν οι αγορές των ελληνικών ομολόγων και πότε ακριβώς θα ξεκινήσει. Αυτό θα συζητηθεί –και ίσως αποφασιστεί και ανακοινωθεί– επίσης στα τέλη του μήνα.
Οι παραπάνω αποφάσεις θα δράσουν υποστηρικτικά στα ελληνικά ομόλογα, στηρίζοντας τα spreads και το κόστος δανεισμού και διευκολύνοντας, εφόσον και το γεωπολιτικό μέτωπο το επιτρέψει, την Ελλάδα να βγει στις αγορές με πιο ευνοϊκούς όρους, έστω και αν δεν θα «προλάβουν» τις αξιολογήσεις της χώρας από τις DBRS και Moody’s που θα δημοσιευτούν την Παρασκευή 18 Μαρτίου, αλλά θα προλάβουν της S&P στις 23 Απριλίου.
Δεδομένου ότι το spread στο 10ετές κινείται σταθερά κοντά στις 230 μ.β. δεν θα είχε νόημα, όπως υποστηρίζουν τραπεζικές πηγές, εάν διατηρηθεί εκεί, να δοκιμαστεί μία έκδοση μεγάλης διάρκειας και έτσι το πιθανότερο είναι ο ΟΔΔΗΧ να κινηθεί με μία πιο κοντινή διάρκεια. Αξίζει να σημειώσουμε πάντως πως η Citigroup εκτιμά πως η Ελλάδα θα βγει τον Μάρτιο στις αγορές με το άνοιγμα του 30ετούς ομολόγου του 2021, ενώ η JP Morgan εκτιμά πως θα κινηθεί προς ένα 5ετές ή 7ετές ομόλογο
ΠΗΓΗ:https://www.kathimerini.gr/economy/561748339/apagoreytiko-gia-nea-exodo-tis-elladas-stis-agores-2/